- διάβασμα
- τοη ανάγνωση, η μελέτη: Πέρασε στο πανεπιστήμιο αφού πρώτα έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάβασμα — το (Μ διάβασμα) [διαβάζω] 1. η ανάγνωση 2. η μελέτη 3. η ανάγνωση, ιδιαίτερα από κληρικό, ευχής για ασθενή ή νεκρό 4. ο τρόπος τής ανάγνωσης κατά την απαγγελία 5. επίπληξη, μάλωμα 6. φρ. «θέλει διάβασμα» ή «είναι για διάβασμα» α) είναι ανόητος β) … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek
ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… … Dictionary of Greek
ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν … Dictionary of Greek
αναγνωστήριο — και τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) [ἀναγνώστης] αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π. νεοελλ. σχολικό όργανο για τη διδασκαλία τής ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι… … Dictionary of Greek
αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… … Dictionary of Greek
αποδιαβάζω — (Μ ἀποδιαβάζω) 1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου 2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπο νεοελλ. τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματα μσν. 1. αποδιώχνω απ τη σκέψη, αποξεχνώ 2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek